- λαμπρίζομαι
- λαμπρ-ίζομαι, [voice] Pass.,A to be made bright, Pempel. ap. Stob.4.25.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπριζόμενα — λαμπρίζομαι to be made bright pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρίζω — (AM λαμπρίζω) [λαμπρός] νεοελλ. μσν. φωτίζω, λάμπω αρχ. (μόνο το παθ.) λαμπρίζομαι γίνομαι λαμπρός … Dictionary of Greek